- γεραιάς
- γεραιά̱ς , γεραιόςoldfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεραιᾶς — γεραιός old fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσλάζυμαι — Α (αποθ.) κρατιέμαι επί πλέον από κάπου («γεραιᾱς χειρὸς προσλαζύμεναι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λάζυμαι, ιων. τ. τού λάζομαι* «λαμβάνω, δράττομαι»] … Dictionary of Greek
σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… … Dictionary of Greek